- διορθωτής
- correcteur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
διορθωτής — a corrector masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτής — ο (AM διορθωτής) [διορθώ] αυτός που διορθώνει κάτι νεοελλ. 1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διόρθωση δοκιμίων, σημειώνει στα δοκίμια τα λάθη τών στοιχειοθετών 2. διορθωτήρας αρχ. μσν. αυτός που αποκαθιστά την ορθή γραφή στα χειρόγραφα… … Dictionary of Greek
διορθωτής — ο θηλ. τρια αυτός που διορθώνει κάτι και κυρίως αυτός που έχει ως επάγγελμα τη διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διορθωταί — διορθωτής a corrector masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτοῦ — διορθωτής a corrector masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτῇ — διορθωτής a corrector masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτήν — διορθωτής a corrector masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτῶν — διορθωτής a corrector masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… … Dictionary of Greek
διορθωτά — διορθωτά̱ , διορθωτής a corrector masc nom/voc/acc dual διορθωτής a corrector masc voc sg διορθωτής a corrector masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μπένετ, Τζέιμς Γκόρντον — (James Gordon Bennett, Κέιθ, Σκοτία 1795 – Νέα Υόρκη 1872). Αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης, σκοτσέζικης καταγωγής. Νεότατος και πάμπτωχος, αποβιβάστηκε στη Νέα Υόρκη το 1819, αναζητώντας εργασία και τύχη και εργάστηκε διαδοχικά ως κλητήρας… … Dictionary of Greek